οικογενειακή μερίδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οικογενειακή μερίδα < → δείτε τις λέξεις οικογενειακή, οικογενειακός και μερίδα
Πολυλεκτικός όρος
οικογενειακή μερίδα
- οικογενειακή κατάσταση του κάθε πολίτη, όπως έχει καταγραφεί στο δημοτολόγιο
Μεταφράσεις
οικογενειακή μερίδα
|
|
Πηγές
- μερίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μερίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.