ration
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁa.sj̃ɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ration | rations |
ration (fr) θηλυκό
- τα τρόφιμα και το νερό που παίρνει ένας στρατιώτης στο στρατό
- μερίδα (φαγητού, νερού κλπ) που δίνεται σε κάποιον ή σε ένα ζώο κατά τη διάρκεια μιας μέρας
- ration alimentaire - η ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό στη διάρκεια εικοσιτεσσάρων ωρών
- ration d'entretien - η ελάχιστη ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό
- (μεταφορικά) (συνήθως ειρωνικά) ration de... - μια ποσότητα που κάποιος οφείλει να δώσει ή να λάβει
Συγγενικά
- rationner
- rationnement
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.