μεθυσμένο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.θiˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεθυσμένο

Κλιτικός τύπος μετοχής

μεθυσμένο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μεθυσμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεθυσμένος
    παράγωγα: μεθυσμενάκι (οικείο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.