ορεκτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορεκτικό τα ορεκτικά
      γενική του ορεκτικού των ορεκτικών
    αιτιατική το ορεκτικό τα ορεκτικά
     κλητική ορεκτικό ορεκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορεκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ορεκτικός < αρχαία ελληνική ὀρεκτικός < ὀρέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾe.ktiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορεκτικό

Ουσιαστικό

ορεκτικό ουδέτερο

  1. οτιδήποτε τρώγεται πριν από το κανονικό φαγητό, προκειμένου ν’ ανοίξει η όρεξη
     συνώνυμα: ορντέβρ
  2. (σπάνιο) φάρμακο για την καταπολέμηση της ανορεξίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ορεκτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.