ορεκτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορεκτικό | τα | ορεκτικά |
| γενική | του | ορεκτικού | των | ορεκτικών |
| αιτιατική | το | ορεκτικό | τα | ορεκτικά |
| κλητική | ορεκτικό | ορεκτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορεκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ορεκτικός < αρχαία ελληνική ὀρεκτικός < ὀρέγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾe.ktiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρε‐κτι‐κό
Ουσιαστικό
ορεκτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.