μεζελίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεζελίκι τα μεζελίκια
      γενική
    αιτιατική το μεζελίκι τα μεζελίκια
     κλητική μεζελίκι μεζελίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεζελίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mezelik < meze < περσική مزه (mæˈze)

Ουσιαστικό

μεζελίκι ουδέτερο

  1. ωραίος κι εκλεκτός μεζές
     συνώνυμα: νοστιμιά, λιχουδιά
  2. ορεκτικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.