μεζεκλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεζεκλής οι μεζεκλήδες
      γενική του μεζεκλή των μεζεκλήδων
    αιτιατική τον μεζεκλή τους μεζεκλήδες
     κλητική μεζεκλή μεζεκλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεζεκλής < μεζές + ανάπτυξη [k] + -λής κατά τα εις -κλής (μερακλής)[1] < τουρκική mezelik < meze < περσική مزه (mæˈze)

Ουσιαστικό

μεζεκλής αρσενικό (θηλυκό: μεζεκλού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.