μεζεδοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεζεδοπωλείο | τα | μεζεδοπωλεία |
| γενική | του | μεζεδοπωλείου | των | μεζεδοπωλείων |
| αιτιατική | το | μεζεδοπωλείο | τα | μεζεδοπωλεία |
| κλητική | μεζεδοπωλείο | μεζεδοπωλεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεζές
Μεταφράσεις
μεζεδοπωλείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.