μαρούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαρούλι | τα | μαρούλια |
| γενική | του | μαρουλιού | των | μαρουλιών |
| αιτιατική | το | μαρούλι | τα | μαρούλια |
| κλητική | μαρούλι | μαρούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα μαρούλι.
Ετυμολογία
- μαρούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαρούλιν < ελληνιστική κοινή μαρούλιον < λατινική *amarulus < amarus
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈɾu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρού‐λι
Ουσιαστικό
μαρούλι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαρούλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.