θριδακίνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θρῐδᾰκῑνα-
ονομαστική θριδακίνη αἱ θριδακῖναι
      γενική τῆς θριδακίνης τῶν θριδακινῶν
      δοτική τῇ θριδακίν ταῖς θριδακίναις
    αιτιατική τὴν θριδακίνην τὰς θριδακίνᾱς
     κλητική ! θριδακίνη θριδακῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θριδακίν
γεν-δοτ τοῖν  θριδακίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θριδακίνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θριδακίνη (θρῐδᾰκῑν-) θηλυκό

  1. αττικός τύπος του θρίδαξ
  2. (λαχανικό) μαρούλι
  3. είδος ζυμαρικού

Συγγενικά

  • θριδακινίς
  • θριδακίσκη

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.