μαρούλιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μαρούλιον ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μαρούλιον τὰ μαρούλι
      γενική τοῦ μαρουλίου τῶν μαρουλίων
      δοτική τῷ μαρουλί τοῖς μαρουλίοις
    αιτιατική τὸ μαρούλιον τὰ μαρούλι
     κλητική ! μαρούλιον μαρούλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρουλίω
γεν-δοτ τοῖν  μαρουλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρούλιον < λατινική *amarulus < amarus

Ουσιαστικό

μαρούλιον ουδέτερο

Συνώνυμα

αρχαία ελληνικά{

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.