μαργαριτάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαργαριτάριον < ελληνιστική κοινή μαργαρίτ(ης)  + υποκοριστικό επίθημα -άριον > μάργαρος

Ουσιαστικό

μαργαριτάριον ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

  • μαργαριτάρου (γενική ενικού)
  • μαργαριτάρια (πληθυντικός)
  • μαργαριτάρων (γενική πληθυντικού)

Συγγενικά

θέμα με μαργαριταρ-

  • λιθαρομαργαρίταρον
  • λιθομαργαριτάριν
  • λιθομαργαρίταρον
  • μαργαριταρένιος, μαργαριταρέϊνος
  • μαργαριταρίτζιον (υποκοριστικό)
  • μαργαριταρίτσιν (υποκοριστικό)
  • μαργαριταρόδοντος
  • μαργαριταρόζωστος
  • μαργαριταρόλιθος
  • μαργαριταρόπουλον (υποκοριστικό)
  • μαργαριταρόριζα
  • μαργαριταρόριζος
  • μαργαριταρόχροος
  • μαργαριταρόχρυσος
  • μαργαριταρώδης

 και δείτε τη λέξη μαργαρίτης (θέμα μαργαριτ-) & μάργαρος (θέμα μαργαρ-)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.