μαμάκιας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαμάκιας < μαμά

Ουσιαστικό

μαμάκιας αρσενικό

  • (ειρωνικό) που εξαρτάται από τη μαμά του, που είναι προσκολλημένος στη μητέρα του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.