Παναγίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Παναγίτσα | οι | Παναγίτσες |
| γενική | της | Παναγίτσας | — | |
| αιτιατική | την | Παναγίτσα | τις | Παναγίτσες |
| κλητική | Παναγίτσα | Παναγίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παναγίτσα < Παναγ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.naˈʝi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐να‐γί‐τσα
Κύριο όνομα
Παναγίτσα θηλυκό
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ονομασία, στην καθολιμουμένη, εκκλησιών αφιερωμένων στην Παναγία, καθώς και διαφόρων περιοχών, συνήθως γύρω από αυτούς τους ναούς
- ↪ μήπως ξέρετε αν αυτό το λεωφορείο περνάει από την Παναγίτσα στο Παλαιό Φάληρο ;
- (μεταφορικά ειρωνικό) χαρακτηρισμός προσώπου (ανεξαρτήτως φύλου) που είναι ή υποκρίνεται πως είναι ήρεμο, φρόνιμο, άκακο κ.λπ. (συνήθως λέγεται εμφατικά σε σχέση με τον ανάλογο χαρακτηρισμό Παναγία)
- γυναικείο όνομα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Εκφράσεις
- Παναγίτσα μου! (επιφωνηματική)
-
Παναγίτσα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.