μακρο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακρο- < μακρός
Πρόθημα
μακρο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλη διάρκεια χρόνου
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν εξέταση ενός θέματος σε μεγάλο εύρος
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλο μήκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.