μακρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακρο- < μακρός

Πρόθημα

μακρο-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλη διάρκεια χρόνου
    μακροπρόθεσμος
    μακροζωία
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν εξέταση ενός θέματος σε μεγάλο εύρος
    μακροοικονομία
  3. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλο μήκος
    μακρομούρης, μακρομύτης, μακρομάλλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.