μακροπρόθεσμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μακροπρόθεσμα
<
μακροπρόθεσμος
+
-α
Επίρρημα
μακροπρόθεσμα
όσον αφορά
το
μακρινό
μέλλον
Αντώνυμα
βραχυπρόθεσμα
μεσοπρόθεσμα
Μεταφράσεις
μακροπρόθεσμα
αγγλικά
:
in the long run
(en)
γαλλικά
:
à long terme
(fr)
,
à longue échéance
(fr)
γερμανικά
:
langfristig
(de)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.