μακαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαριά οι μακαριές
      γενική της μακαριάς των μακαριών
    αιτιατική τη μακαριά τις μακαριές
     κλητική μακαριά μακαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαριά < καθαρεύουσα και μεσαιωνική ελληνική μακαρία, ουσιστικοποιημένο θηλυκό του μακάριος < αρχαία ελληνική μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.kaˈɾʝa/

Ουσιαστικό

μακαριά θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. το φαγητό που σύμφωνα με το έθιμο προσφέρεται μετά την κηδεία από τους συγγενείς του μακαρίτη
    Μετά την κηδεία, πήγαμε σε παρακείμενο μαγαζί για την κλασική μακαριά. (*)
  2. (λαογραφία) ψυχόπιτα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.