μακαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακαριά | οι | μακαριές |
| γενική | της | μακαριάς | των | μακαριών |
| αιτιατική | τη | μακαριά | τις | μακαριές |
| κλητική | μακαριά | μακαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακαριά < καθαρεύουσα και μεσαιωνική ελληνική μακαρία, ουσιστικοποιημένο θηλυκό του μακάριος < αρχαία ελληνική μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kaˈɾʝa/
Ουσιαστικό
μακαριά θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μακαριά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.