ευλογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλογημένος η ευλογημένη το ευλογημένο
      γενική του ευλογημένου της ευλογημένης του ευλογημένου
    αιτιατική τον ευλογημένο την ευλογημένη το ευλογημένο
     κλητική ευλογημένε ευλογημένη ευλογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλογημένοι οι ευλογημένες τα ευλογημένα
      γενική των ευλογημένων των ευλογημένων των ευλογημένων
    αιτιατική τους ευλογημένους τις ευλογημένες τα ευλογημένα
     κλητική ευλογημένοι ευλογημένες ευλογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευλογημένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος ευλογώ· (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὐλογημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του εὐλογῶ[1]

Μετοχή

ευλογημένος αρσενικό, ευλογημένη θηλυκό, ευλογημένο ουδέτερο

  1. αυτός που ευλογήθηκε
     αντώνυμα: καταραμένος
  2. ο δοξασμένος
  3. ευφημιστικά για δήλωση στενοχώριας, δυσαρέσκειας, επίκρισης
    Τι τον έπιασε τον ευλογημένο και πήγε και του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι!
     συνώνυμα: χριστιανός

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.