ευλογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευλογημένος | η | ευλογημένη | το | ευλογημένο |
| γενική | του | ευλογημένου | της | ευλογημένης | του | ευλογημένου |
| αιτιατική | τον | ευλογημένο | την | ευλογημένη | το | ευλογημένο |
| κλητική | ευλογημένε | ευλογημένη | ευλογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευλογημένοι | οι | ευλογημένες | τα | ευλογημένα |
| γενική | των | ευλογημένων | των | ευλογημένων | των | ευλογημένων |
| αιτιατική | τους | ευλογημένους | τις | ευλογημένες | τα | ευλογημένα |
| κλητική | ευλογημένοι | ευλογημένες | ευλογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευλογημένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος ευλογώ· (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὐλογημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του εὐλογῶ[1]
Μετοχή
ευλογημένος αρσενικό, ευλογημένη θηλυκό, ευλογημένο ουδέτερο
- αυτός που ευλογήθηκε
- ο δοξασμένος
- ευφημιστικά για δήλωση στενοχώριας, δυσαρέσκειας, επίκρισης
- Τι τον έπιασε τον ευλογημένο και πήγε και του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι!
- ≈ συνώνυμα: χριστιανός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ευλογημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.