ψυχόπιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχόπιτα οι ψυχόπιτες
      γενική της ψυχόπιτας
    αιτιατική την ψυχόπιτα τις ψυχόπιτες
     κλητική ψυχόπιτα ψυχόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχόπιτα < ψυχό- + πίτα

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈxo.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυχόπιτα

Ουσιαστικό

ψυχόπιτα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.