νεκρόδειπνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεκρόδειπνος | οι | νεκρόδειπνοι |
| γενική | του | νεκρόδειπνου & νεκροδείπνου |
των | νεκρόδειπνων & νεκροδείπνων |
| αιτιατική | τον | νεκρόδειπνο | τους | νεκρόδειπνους & νεκροδείπνους |
| κλητική | νεκρόδειπνε | νεκρόδειπνοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεκρόδειπνος αρσενικό
- άλλη μορφή του νεκρόδειπνο
- Νεκρόδειπνος (τίτλος ποιήματος του Τάκη Σινόπουλου, 1972)
Μεταφράσεις
νεκρόδειπνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.