μακαρία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακαρί αἱ μακαρίαι
      γενική τῆς μακαρίᾱς τῶν μακαριῶν
      δοτική τῇ μακαρί ταῖς μακαρίαις
    αιτιατική τὴν μακαρίᾱν τὰς μακαρίᾱς
     κλητική ! μακαρί μακαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακαρί
γεν-δοτ τοῖν  μακαρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακαρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μακαρία θηλυκό

Συγγενικά

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.