μαγνητική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητική οι μαγνητικές
      γενική της μαγνητικής των μαγνητικών
    αιτιατική τη μαγνητική τις μαγνητικές
     κλητική μαγνητική μαγνητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαγνητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγνητικός (εννοείται του ουσιαστικό τομογραφία)
δείτε τον όρο μαγνητική ακτινογραφία

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ɣni.tiˈci/

Ομώνυμα / Ομόηχα

μαγνητική εγκεφάλου

Ουσιαστικό

μαγνητική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαγνητική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.