μέτρησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέτρησῐς αἱ μετρήσεις
      γενική τῆς μετρήσεως τῶν μετρήσεων
      δοτική τῇ μετρήσει ταῖς μετρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μέτρησῐν τὰς μετρήσεις
     κλητική ! μέτρησῐ μετρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετρήσει
γεν-δοτ τοῖν  μετρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέτρησις < μετρέω / μετρῶ, μετρη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό

μέτρησις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἀναμέτρησις
  • ἀντιμέτρησις
  • ἀπομέτρησις
  • διαμέτρησις
  • ἐκμέτρησις
  • ἐπιμέτρησις
  • καταμέτρησις
  • παραμέτρησις
  • συμμέτρησις
  • σχοινομέτρησις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.