μετριότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετριότης | αἱ | μετριότητες |
| γενική | τῆς | μετριότητος | τῶν | μετριοτήτων |
| δοτική | τῇ | μετριότητῐ | ταῖς | μετριότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μετριότητᾰ | τὰς | μετριότητᾰς |
| κλητική ὦ! | μετριότης | μετριότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετριότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετριοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετριότης < μέτριο(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μετριότητα
Πηγές
- μετριότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετριότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.