μεγαλώνυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλώνυμος η μεγαλώνυμη το μεγαλώνυμο
      γενική του μεγαλώνυμου της μεγαλώνυμης του μεγαλώνυμου
    αιτιατική τον μεγαλώνυμο τη μεγαλώνυμη το μεγαλώνυμο
     κλητική μεγαλώνυμε μεγαλώνυμη μεγαλώνυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλώνυμοι οι μεγαλώνυμες τα μεγαλώνυμα
      γενική των μεγαλώνυμων των μεγαλώνυμων των μεγαλώνυμων
    αιτιατική τους μεγαλώνυμους τις μεγαλώνυμες τα μεγαλώνυμα
     κλητική μεγαλώνυμοι μεγαλώνυμες μεγαλώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλώνυμος < αρχαία ελληνική μεγαλώνυμος < μεγαλ- + -ώνυμος

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλώνυμος

Επίθετο

μεγαλώνυμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μεγαλώνυμος τὸ μεγαλώνυμον
      γενική τοῦ/τῆς μεγαλωνύμου τοῦ μεγαλωνύμου
      δοτική τῷ/τῇ μεγαλωνύμ τῷ μεγαλωνύμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγαλώνυμον τὸ μεγαλώνυμον
     κλητική ! μεγαλώνυμε μεγαλώνυμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεγαλώνυμοι τὰ μεγαλώνυμ
      γενική τῶν μεγαλωνύμων τῶν μεγαλωνύμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μεγαλωνύμοις τοῖς μεγαλωνύμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεγαλωνύμους τὰ μεγαλώνυμ
     κλητική ! μεγαλώνυμοι μεγαλώνυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεγαλωνύμω τὼ μεγαλωνύμω
      γεν-δοτ τοῖν μεγαλωνύμοιν τοῖν μεγαλωνύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.