μεγασθενής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεγασθενής < μέγας + σθένος

Επίθετο

μεγασθενής, -ης, -ες
  1. αυτός που έχει μεγάλο σθένος
  2. ο πολύ ισχυρός

Συνώνυμα

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.