μέγιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μέγιστος | η | μέγιστη & μεγίστη |
το | μέγιστο |
| γενική | του | μέγιστου & μεγίστου |
της | μέγιστης & μεγίστης |
του | μέγιστου & μεγίστου |
| αιτιατική | τον | μέγιστο | τη | μέγιστη & μεγίστη |
το | μέγιστο |
| κλητική | μέγιστε | μέγιστη & μεγίστη |
μέγιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μέγιστοι | οι | μέγιστες | τα | μέγιστα |
| γενική | των | μέγιστων & μεγίστων |
των | μέγιστων & μεγίστων |
των | μέγιστων & μεγίστων |
| αιτιατική | τους | μέγιστους & μεγίστους |
τις | μέγιστες | τα | μέγιστα |
| κλητική | μέγιστοι | μέγιστες | μέγιστα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μέγιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέγιστος, υπερθετικός βαθμός του μέγας
Αντώνυμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίθετο
μέγιστος, συγκριτικός : μεγιστότερος, υπερθετικός : μεγιστότατος
- υπερθετικός βαθμός του μέγας
Συγγενικά
- ἀπειρομέγιστος
- μεγιστάν, μεγιστᾶνος
- μεγιστάνης
- μεγιστέω
- μεγιστόλεκτος
- μεγιστόσωμος
- μεγιστότατα
- μεγιστότατος
- μεγιστότης
- μεγιστότερος
- μεγιστότευκτος
- μεγιστόφθαλμος
- μεγιστόφωνος
- μεγίστως
- παμμέγιστος
→ και δείτε τη λέξη μέγας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μέγιστος | ἡ | μεγίστη | τὸ | μέγιστον |
| γενική | τοῦ | μεγίστου | τῆς | μεγίστης | τοῦ | μεγίστου |
| δοτική | τῷ | μεγίστῳ | τῇ | μεγίστῃ | τῷ | μεγίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | μέγιστον | τὴν | μεγίστην | τὸ | μέγιστον |
| κλητική ὦ! | μέγιστε | μεγίστη | μέγιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μέγιστοι | αἱ | μέγισται | τὰ | μέγιστᾰ |
| γενική | τῶν | μεγίστων | τῶν | μεγίστων | τῶν | μεγίστων |
| δοτική | τοῖς | μεγίστοις | ταῖς | μεγίσταις | τοῖς | μεγίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | μεγίστους | τὰς | μεγίστᾱς | τὰ | μέγιστᾰ |
| κλητική ὦ! | μέγιστοι | μέγισται | μέγιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεγίστω | τὼ | μεγίστᾱ | τὼ | μεγίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | μεγίστοιν | τοῖν | μεγίσταιν | τοῖν | μεγίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ἡμιμέγιστον
- μεγιστάν, μεγιστᾶνες
- Μεγιστεύς
- μεγιστεύω
- Μεγίστης
- Μεγιστίας
- μεγιστοάνασσα
- Μεγιστοκλῆς
- Μεγιστόνους
- μεγιστοπάτωρ
- μεγιστόπολις
- μεγιστόσωμος
- μεγιστότατος (όψιμη ελληνιστική)
- μεγιστότης
- μεγιστότιμος
- μεγιστόφωνος
- Μεγιστώ
- μεγίστως
- τρισμέγιστος
→ και δείτε τη λέξη μέγας
Πηγές
- μέγας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέγας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.