ασύντακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύντακτος η ασύντακτη το ασύντακτο
      γενική του ασύντακτου της ασύντακτης του ασύντακτου
    αιτιατική τον ασύντακτο την ασύντακτη το ασύντακτο
     κλητική ασύντακτε ασύντακτη ασύντακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύντακτοι οι ασύντακτες τα ασύντακτα
      γενική των ασύντακτων των ασύντακτων των ασύντακτων
    αιτιατική τους ασύντακτους τις ασύντακτες τα ασύντακτα
     κλητική ασύντακτοι ασύντακτες ασύντακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασύντακτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασύντακτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει συνταχθεί ακόμα
  2. γραπτός ή προφορικός λόγος όχι σύμφωνος με τους συντακτικούς κανόνες
  3. που βρίσκεται σε κατάσταση αταξίας, ανοργάνωτος
  4. που δεν έχει συνταχθεί με άλλους
    η χώρα έμεινε ασύντακτη και ήταν αμερόληπτη κατά τη διάρκεια τού πολέμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.