άρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. άρα (σύνδεσμος) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρα
  2. άρα (ουσιαστικό) < αρά < αρχαία ελληνική ἀράομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρα
τονικό παρώνυμο: αρά

Σύνδεσμος

άρα

Ουσιαστικό

άρα θηλυκό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.