άρες μάρες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άρες μάρες < άρα/αρά (κατάρα) + μάρα (μαρασμός)
ή < άρες μάρες < (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɾes ˈma.ɾes/

Έκφραση

άρες μάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι άρες μάρες 
      γενική των άρες μάρες 
    αιτιατική τις άρες μάρες 
     κλητική άρες μάρες 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  • άρες μάρες κουκουνάρες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ευγενία Μαρινάκου, Από τον Κόδρο του Γ. Βιζυηνού στον Κορόιδο του Γ. Σουρή, Νέα Εστία, τεύχος, 1895, σελ. 482
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.