μαραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαραίνω < αρχαία ελληνική μαραίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαραίνω

Ρήμα

μαραίνω, αόρ.: μάρανα, παθ.φωνή: μαραίνομαι, π.αόρ.: μαράθηκα, μτχ.π.π.: μαραμένος

  1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα του
      Καὶ χαίρουσιν ἐν τούτοις αἱ γυναῖκες διότι ὁ ῥέων χρόνος μαραίνει τὰ ἄνθη τῆς ἀνοίξεως ἀπὸ τῆς μορφῆς των καὶ φορτόνει [sic] ἐπὶ τῆς ῥάχεως των τὰς χιόνας, τοὺς πάγους καὶ τοὺς ῥευματισμοὺς τοῦ χειμῶνος. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
  2. συμβάλλω στην απώλεια της ζωτικότητας κάποιου
  3. (γαστρονομία) τηγανίζω κάτι σε ζεστό λάδι μέχρι να μαλακώσει

Εκφράσεις

  • αυτό με (σε / τον...) μάρανε : για κάτι που είναι υπερβολικό ή / και περιττό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαραίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαραίνω

  1. (αρχική σημασία) σβήνω ή μειώνω την ένταση της φωτιάς
  2. μαραίνω
    πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.