μαραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαραίνω < αρχαία ελληνική μαραίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ραί‐νω
Ρήμα
μαραίνω, αόρ.: μάρανα, παθ.φωνή: μαραίνομαι, π.αόρ.: μαράθηκα, μτχ.π.π.: μαραμένος
- κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα του
- ※ Καὶ χαίρουσιν ἐν τούτοις αἱ γυναῖκες διότι ὁ ῥέων χρόνος μαραίνει τὰ ἄνθη τῆς ἀνοίξεως ἀπὸ τῆς μορφῆς των καὶ φορτόνει [sic] ἐπὶ τῆς ῥάχεως των τὰς χιόνας, τοὺς πάγους καὶ τοὺς ῥευματισμοὺς τοῦ χειμῶνος. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- συμβάλλω στην απώλεια της ζωτικότητας κάποιου
- (γαστρονομία) τηγανίζω κάτι σε ζεστό λάδι μέχρι να μαλακώσει
Εκφράσεις
- αυτό με (σε / τον...) μάρανε : για κάτι που είναι υπερβολικό ή / και περιττό
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαραίνω | μάραινα | θα μαραίνω | να μαραίνω | μαραίνοντας | |
| β' ενικ. | μαραίνεις | μάραινες | θα μαραίνεις | να μαραίνεις | μάραινε | |
| γ' ενικ. | μαραίνει | μάραινε | θα μαραίνει | να μαραίνει | ||
| α' πληθ. | μαραίνουμε | μαραίναμε | θα μαραίνουμε | να μαραίνουμε | ||
| β' πληθ. | μαραίνετε | μαραίνατε | θα μαραίνετε | να μαραίνετε | μαραίνετε | |
| γ' πληθ. | μαραίνουν(ε) | μάραιναν μαραίναν(ε) |
θα μαραίνουν(ε) | να μαραίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάρανα | θα μαράνω | να μαράνω | μαράνει | ||
| β' ενικ. | μάρανες | θα μαράνεις | να μαράνεις | μάρανε | ||
| γ' ενικ. | μάρανε | θα μαράνει | να μαράνει | |||
| α' πληθ. | μαράναμε | θα μαράνουμε | να μαράνουμε | |||
| β' πληθ. | μαράνατε | θα μαράνετε | να μαράνετε | μαράνετε | ||
| γ' πληθ. | μάραναν μαράναν(ε) |
θα μαράνουν(ε) | να μαράνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαράνει | είχα μαράνει | θα έχω μαράνει | να έχω μαράνει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαράνει | είχες μαράνει | θα έχεις μαράνει | να έχεις μαράνει | ||
| γ' ενικ. | έχει μαράνει | είχε μαράνει | θα έχει μαράνει | να έχει μαράνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαράνει | είχαμε μαράνει | θα έχουμε μαράνει | να έχουμε μαράνει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαράνει | είχατε μαράνει | θα έχετε μαράνει | να έχετε μαράνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαράνει | είχαν μαράνει | θα έχουν μαράνει | να έχουν μαράνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαραίνομαι | μαραινόμουν(α) | θα μαραίνομαι | να μαραίνομαι | ||
| β' ενικ. | μαραίνεσαι | μαραινόσουν(α) | θα μαραίνεσαι | να μαραίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | μαραίνεται | μαραινόταν(ε) | θα μαραίνεται | να μαραίνεται | ||
| α' πληθ. | μαραινόμαστε | μαραινόμαστε μαραινόμασταν |
θα μαραινόμαστε | να μαραινόμαστε | ||
| β' πληθ. | μαραίνεστε | μαραινόσαστε μαραινόσασταν |
θα μαραίνεστε | να μαραίνεστε | (μαραίνεστε) | |
| γ' πληθ. | μαραίνονται | μαραίνονταν μαραινόντουσαν |
θα μαραίνονται | να μαραίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαράθηκα | θα μαραθώ | να μαραθώ | μαραθεί | ||
| β' ενικ. | μαράθηκες | θα μαραθείς | να μαραθείς | μαράσου | ||
| γ' ενικ. | μαράθηκε | θα μαραθεί | να μαραθεί | |||
| α' πληθ. | μαραθήκαμε | θα μαραθούμε | να μαραθούμε | |||
| β' πληθ. | μαραθήκατε | θα μαραθείτε | να μαραθείτε | μαραθείτε | ||
| γ' πληθ. | μαράθηκαν μαραθήκαν(ε) |
θα μαραθούν(ε) | να μαραθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μαραθεί | είχα μαραθεί | θα έχω μαραθεί | να έχω μαραθεί | μαραμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μαραθεί | είχες μαραθεί | θα έχεις μαραθεί | να έχεις μαραθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μαραθεί | είχε μαραθεί | θα έχει μαραθεί | να έχει μαραθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαραθεί | είχαμε μαραθεί | θα έχουμε μαραθεί | να έχουμε μαραθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μαραθεί | είχατε μαραθεί | θα έχετε μαραθεί | να έχετε μαραθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαραθεί | είχαν μαραθεί | θα έχουν μαραθεί | να έχουν μαραθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μαραμένος - είμαστε, είστε, είναι μαραμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μαραμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μαραμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μαραμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μαραμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μαραμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μαραμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
μαραίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
μαραίνω
- (αρχική σημασία) σβήνω ή μειώνω την ένταση της φωτιάς
- μαραίνω
- πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.