μαρασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρασμός οι μαρασμοί
      γενική του μαρασμού των μαρασμών
    αιτιατική τον μαρασμό τους μαρασμούς
     κλητική μαρασμέ μαρασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρασμός < (ελληνιστική κοινή) μαρασμός

Ουσιαστικό

μαρασμός αρσενικό

  1. το μαράζωμα, η μάρανση, το μάραμα, η παρακμή, η φθορά, η απώλεια της ζωτικότητας, της δημιουργικότητας
    ο μαρασμός μιας πόλης, της λογοτεχνίας, της κοινωνίας, της αγοράς ακινήτων, του εμπορίου, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
    οικονομικός μαρασμός, βιολογικός μαρασμός, συναισθηματικός μαρασμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.