λογχοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | λογχοφόρος | το | λογχοφόρο | ||
| γενική | του/της | λογχοφόρου | του | λογχοφόρου | ||
| αιτιατική | τον/τη | λογχοφόρο | το | λογχοφόρο | ||
| κλητική | λογχοφόρε | λογχοφόρο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | λογχοφόροι | τα | λογχοφόρα | ||
| γενική | των | λογχοφόρων | των | λογχοφόρων | ||
| αιτιατική | τους/τις | λογχοφόρους | τα | λογχοφόρα | ||
| κλητική | λογχοφόροι | λογχοφόρα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λογχοφόρος | τὸ | λογχοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λογχοφόρου | τοῦ | λογχοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λογχοφόρῳ | τῷ | λογχοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λογχοφόρον | τὸ | λογχοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | λογχοφόρε | λογχοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λογχοφόροι | τὰ | λογχοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | λογχοφόρων | τῶν | λογχοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λογχοφόροις | τοῖς | λογχοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λογχοφόρους | τὰ | λογχοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | λογχοφόροι | λογχοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογχοφόρω | τὼ | λογχοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λογχοφόροιν | τοῖν | λογχοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- λογχοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογχοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.