λογχόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογχόσχημος | η | λογχόσχημη | το | λογχόσχημο |
| γενική | του | λογχόσχημου | της | λογχόσχημης | του | λογχόσχημου |
| αιτιατική | τον | λογχόσχημο | τη | λογχόσχημη | το | λογχόσχημο |
| κλητική | λογχόσχημε | λογχόσχημη | λογχόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογχόσχημοι | οι | λογχόσχημες | τα | λογχόσχημα |
| γενική | των | λογχόσχημων | των | λογχόσχημων | των | λογχόσχημων |
| αιτιατική | τους | λογχόσχημους | τις | λογχόσχημες | τα | λογχόσχημα |
| κλητική | λογχόσχημοι | λογχόσχημες | λογχόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λογχόσχημος, -ή, -ο
- που έχει το σχήμα λόγχης
- ※ Ο μνημειώδης λογχόσχημος πύργος αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης, μετά την απομάκρυνση εκτεταμένου λιθοσωρού. (www.archaiologia.gr, 1/4/2019)
Μεταφράσεις
λογχόσχημος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.