λώπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λώπη | αἱ | λῶπαι |
| γενική | τῆς | λώπης | τῶν | λωπῶν |
| δοτική | τῇ | λώπῃ | ταῖς | λώπαις |
| αιτιατική | τὴν | λώπην | τὰς | λώπᾱς |
| κλητική ὦ! | λώπη | λῶπαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λώπᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λώπαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λώπη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λώπη, -ης θηλυκό
- μανδύας, ιμάτιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 224 (στίχοι 224-225)
- δίπτυχον ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχουσ᾽ εὐεργέα λώπην· | ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾽ ἔχε, χερσὶ δ᾽ ἄκοντα
- είχε στους ώμους περασμένη κάπα διπλωτή, | στ᾽ άσπρα του πόδια πέδιλα, στα χέρια του κοντάρι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δίπτυχον ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχουσ᾽ εὐεργέα λώπην· | ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾽ ἔχε, χερσὶ δ᾽ ἄκοντα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 224 (στίχοι 224-225)
- λωπάς
- λῶπος
Παράγωγα
- λωπία
- λωπίζω
- λώπιον: υποκοριστικό του λώπη
- λωπίον: υποκοριστικό του λώπη
- λωπιστός
- λώπιστος
- → και δείτε τη λέξη λωποδυτέω
Πηγές
- λώπη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λώπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.