λογοκλόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λογοκλόπος οι λογοκλόποι
      γενική του/της λογοκλόπου των λογοκλόπων
    αιτιατική τον/τη λογοκλόπο τους/τις λογοκλόπους
     κλητική λογοκλόπε λογοκλόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοκλόπος < λογοκλοπ(ή) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < ελληνιστική κοινή λογοκλοπία < αρχαία ελληνική λογο- + κλέπτω

Ουσιαστικό

λογοκλόπος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.