ληστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ληστής οι ληστές
      γενική του ληστή των ληστών
    αιτιατική τον ληστή τους ληστές
     κλητική ληστή ληστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληστής < αρχαία ελληνική λῃστής

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈstis/

Ουσιαστικό

ληστής αρσενικό

  1. το άτομο που κάνει ληστεία
  2. το μέλος μιας συμμορίας που δρούσε στην ύπαιθρο, ληστεύοντας ή απάγοντας περαστικούς
  3. (μεταφορικά) το άτομο που αποκτά χρήματα με αισχροκέρδεια

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.