λυόμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λυόμενο | τα | λυόμενα |
| γενική | του | λυόμενου | των | λυόμενων |
| αιτιατική | το | λυόμενο | τα | λυόμενα |
| κλητική | λυόμενο | λυόμενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λυόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λυόμενος
Ουσιαστικό
λυόμενο ουδέτερο
- σπίτι που είναι συναρμολογούμενο και συναρμολογείται στο σημείο εγκατάστασής του
Μεταφράσεις
λυόμενο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.