λυτρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λυτρωτής | οι | λυτρωτές |
| γενική | του | λυτρωτή | των | λυτρωτών |
| αιτιατική | τον | λυτρωτή | τους | λυτρωτές |
| κλητική | λυτρωτή | λυτρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λυτρωτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυτρωτής
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.tɾoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐τρω‐τής
Ουσιαστικό
λυτρωτής αρσενικό
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λυτρωτής | οἱ | λυτρωταί |
| γενική | τοῦ | λυτρωτοῦ | τῶν | λυτρωτῶν |
| δοτική | τῷ | λυτρωτῇ | τοῖς | λυτρωταῖς |
| αιτιατική | τὸν | λυτρωτήν | τοὺς | λυτρωτᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | λυτρωτᾰ́ | λυτρωταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυτρωτᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λυτρωταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- λυτρωτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυτρωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.