σωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωτήρας οι σωτήρες
      γενική του σωτήρα των σωτήρων
    αιτιατική τον σωτήρα τους σωτήρες
     κλητική σωτήρα σωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωτήρας < αρχαία ελληνική σωτήρ

Ουσιαστικό

σωτήρας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.