λύτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λύτρα
      γενική των λύτρων
    αιτιατική τα λύτρα
     κλητική λύτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λύτρα < αρχαία ελληνική λύτρα < λύω

Ουσιαστικό

λύτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την απελευθέρωση ενός ατόμου που κρατείται όμηρος
  2. (μεταφορικά) τίμημα για την απόκτηση κάποιου πολύτιμου πράγματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.