λιόκρουγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόκρουγμα τα λιοκρούγματα
      γενική του λιοκρούγματος των λιοκρουγμάτων
    αιτιατική το λιόκρουγμα τα λιοκρούγματα
     κλητική λιόκρουγμα λιοκρούγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιόκρουγμα < λιό- + κρούσμα με ... < λιοκρούγομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾuɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιόκρουγμα

Ουσιαστικό

λιόκρουγμα ουδέτερο (δημοτική)

  1. οι πρώτες ακτίνες του ήλιου όταν ανατέλλει
    άλλες μορφές: λιόκρουσμα, ηλιόκρουγμα
     δείτε και τις λέξεις ηλικόκριση και λιόκριση
  2. η νόσος ίκτερος, η χρυσή
    άλλες μορφές: ηλιόκρουγμα
     συνώνυμα: λιόκρουση, λιόκρουσμα, λιόκουρο, λιόκραγμα, λιόκρουξη / ηλιόκρουξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.