κρούσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρούσμα τα κρούσματα
      γενική του κρούσματος των κρουσμάτων
    αιτιατική το κρούσμα τα κρούσματα
     κλητική κρούσμα κρούσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρούσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κροῦσμα < αρχαία ελληνική κρούω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾu.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρούσμα

Ουσιαστικό

κρούσμα ουδέτερο

  1. (επιδημιολογία) κάθε περίπτωση προσβολής από μολυσματική αρρώστια
  2. κάθε παράβαση ποινικού ή ηθικού νόμου που μπορεί να εξαπλωθεί

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κρούω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.