ίκτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ίκτερος | οι | ίκτεροι |
| γενική | του | ίκτερου | των | ίκτερων |
| αιτιατική | τον | ίκτερο | τους | ίκτερους |
| κλητική | ίκτερε | ίκτεροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ίκτερος αρσενικό
Συνώνυμα
- (λαϊκότροπο): χρυσή
- (δημοτική): → δείτε τη λέξη λιόκρουγμα με πολλές μορφές
Συγγενικά
-
ίκτερος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ίκτερος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
