λιόκρουσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιόκρουσμα | τα | λιοκρούσματα |
| γενική | του | λιοκρούσματος | των | λιοκρουσμάτων |
| αιτιατική | το | λιόκρουσμα | τα | λιοκρούσματα |
| κλητική | λιόκρουσμα | λιοκρούσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾu.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιό‐κρου‐σμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιόκρουγμα
Μεταφράσεις
λιόκρουσμα
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.