λιο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

λιο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιο- < ἥλι(ος) + -ο- με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος[1]

Πρόθημα

λιο- και λιό-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιο- από το ηλιο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιό- από το ηλιό- στο Βικιλεξικό

Ετυμολογία 2

λιο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλαιο- ή λιο- < αρχαία ελληνική ἐλαιο- < ἔλαιο(ν) (λάδι) με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος και συνίζηση[1]

Πρόθημα

λιο- και λιό-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιο- από το ελαιο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιό- από το ελαιό- στο Βικιλεξικό

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

λιο- < ἥλι(ος) + -ο- < ἥλιος

Πρόθημα

λιο- και λιό-

  • (σπανιότερη) άλλη μορφή του ἡλιο-
    ἡλιοκλιμαν, λιόκλιμαν

  • 'λιο-

Ετυμολογία 2

λιο- < ἐλαιο- με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἐλαιο- < ἔλαιο(ν) (λάδι)

Πρόθημα

λιο- και λιό-

  • (σπανιότερη) άλλη μορφή του ἐλαιο-
    ἐλαιόφυτον, λιόφυτο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.