λιόκριση

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λιόκριση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λιόκριση θηλυκό

  1. (ιατρική, ιδιωματικό) ίκτερος, χρυσή
  2. (ιδιωματικό) πανσέληνος

Πηγές

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.