λιχούδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιχούδης η λιχούδα το λιχούδικο
      γενική του λιχούδη της λιχούδας του λιχούδικου
    αιτιατική τον λιχούδη τη λιχούδα το λιχούδικο
     κλητική λιχούδη λιχούδα λιχούδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιχούδηδες οι λιχούδες τα λιχούδικα
      γενική των λιχούδηδων των λιχούδικων
    αιτιατική τους λιχούδηδες τις λιχούδες τα λιχούδικα
     κλητική λιχούδηδες λιχούδες λιχούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιχούδης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λειχούδης με ορθογραφική απλοποίηση < αρχαία ελληνική λείχω + -ούδης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈxu.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιχούδης

Επίθετο

λιχούδης, -α, -ικο

Ουσιαστικό

λιχούδης αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.