λειπόσαρκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λειπόσαρκος | τὸ | λειπόσαρκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λειποσάρκου | τοῦ | λειποσάρκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λειποσάρκῳ | τῷ | λειποσάρκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λειπόσαρκον | τὸ | λειπόσαρκον | ||
| κλητική ὦ! | λειπόσαρκε | λειπόσαρκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λειπόσαρκοι | τὰ | λειπόσαρκᾰ | ||
| γενική | τῶν | λειποσάρκων | τῶν | λειποσάρκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λειποσάρκοις | τοῖς | λειποσάρκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λειποσάρκους | τὰ | λειπόσαρκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | λειπόσαρκοι | λειπόσαρκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λειποσάρκω | τὼ | λειποσάρκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λειποσάρκοιν | τοῖν | λειποσάρκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λειπόσαρκος < → δείτε τη λέξη λιπόσαρκος
Πηγές
- λειπόσαρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.