λιγνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιγνίτης | οι | λιγνίτες |
| γενική | του | λιγνίτη | των | λιγνιτών |
| αιτιατική | τον | λιγνίτη | τους | λιγνίτες |
| κλητική | λιγνίτη | λιγνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιγνίτης < γαλλική lignite < λατινική lignum < πρωτοϊταλική *legnom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-no-m (κάτι που συλλέγεται) < *leǵ- (συλλέγω, μαζεύω)
Ουσιαστικό
λιγνίτης αρσενικό
- γαιάνθρακας κατώτερης ποιότητας με χρώμα μεταξύ καστανού και μαύρου που χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και λιπασμάτων, στη μεταλλουργία νικελίου και στην κεραμοποιία
Συγγενικά
- λιγνιτικός
- λιγνιτωρυχείο
- λιγνιτωρύχος
- μεταλιγνιτικός
- → δείτε τη λέξη λιγνίνη
-
λιγνίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.