γαιάνθρακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαιάνθρακας οι γαιάνθρακες
      γενική του γαιάνθρακα των γαιανθράκων
    αιτιατική τον γαιάνθρακα τους γαιάνθρακες
     κλητική γαιάνθρακα γαιάνθρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κομμάτι γαιάνθρακα.

Ετυμολογία

γαιάνθρακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γαιάνθρ(αξ), από την αιτιατική «τὸν γαιάνθρακα» < γαι- + άνθραξ (άνθρακας), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική charbon de terre[1]

Ουσιαστικό

γαιάνθρακας αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.